υφαίρεση

υφαίρεση
Το ποσό κατά το οποίο μειώνεται ένα χρέος όταν εξοφληθεί πριν από την προθεσμία του. Πολλές φορές οι έμποροι δεν πληρώνουν σε μετρητά όλα τα εμπορεύματα που αγοράζουν. Πληρώνουν ένα μόνο μέρος, και για τα άλλα συντάσσουν ειδικό έντυπο που τους υποχρεώνει να τα εξοφλήσουν με ορισμένους όρους. Το έντυπο αυτά είναι «γραμμάτια» ή «συναλλαγματικές» και είναι συμπληρωμένα με το ποσό που οφείλουν να πληρώσουν και το χρόνο που θα εξοφλήσουν το χρέος. Το ποσό αυτό που οφείλεται και είναι γραμμένο πάνω στο γραμμάτιο ή τη συναλλαγματική λέγεται «ονομαστική αξία». Η ημερομηνία που έχει οριστεί για να εξοφληθεί το χρέος λέγεται «λήξη» του γραμμάτιου. Ο βιομήχανος όμως ή ο έμπορος ή ο παραγωγός που πήρε το γραμμάτιο ή τη συναλλαγματική πηγαίνει στην τράπεζα ή σε έναν επιχειρηματία και το εξαργυρώνει νωρίτερα, δηλ. παίρνει τα χρήματα του πριν ακόμα φτάσει η προθεσμία λήξης. Δεν παίρνει όμως ολόκληρη την ονομαστική αξία του. Η τράπεζα ή ο επιχειρηματίας που το προεξοφλεί, ανάλογα με το χρόνο που μένει ώσπου να λήξει το γραμμάτιο και με ορισμένο επιτόκιο, λογαριάζει και κρατάει ένα ποσό που λέγεται εξωτερική υ. Το ποσό αυτό αφαιρείται από την ονομαστική αξία. Τα χρήματα που θα πάρει στο χέρι αυτός που έχει το γραμμάτιο λέγονται παρούσα αξία. Όταν έρθει ο χρόνος λήξης του γραμμάτιου, ο οφειλέτης θα έχει ειδοποιηθεί σε ποιον θα πάει να πληρώσει το χρέος του. Έτσι, διευκολύνεται πολύ το εμπόριο, και γενικά οι συναλλαγές. Η εξωτερική υ. και τα προβλήματά της μοιάζουν με τον τόκο και με τα προβλήματά του. Μόνο που σ’ αυτά αντί για κεφάλαιο έχουμε ονομαστική αξία (OA) και αντί για τόκο έχουμε εξωτερική υ. (ΕΥ). Ο χρόνος στα προβλήματα αυτά λέγεται «χρόνος προεξόφλησης».
* * *
η / ὑφαίρεσις, -έσεως, ΝΜΑ [ὑφαιρῶ)
1. λαθραία αφαίρεση αντικειμένου, λαθροχειρία
2. γραμμ. αποβολή φθόγγου από το μέσον λέξης, λ.χ. σκόροδον > σκόρδο(ν), περιβόλι > περβόλι κ.ά.
3. απόσπαση ενός επιμέρους τμήματος από το σύνολο στο οποίο ανήκει, αφαίρεση
νεοελλ.
1. μαθημ. αριθμητική πράξη που συνίσταται στην εύρεση τού υπολειπόμενου τόκου με σκοπό την έκπτωσή του από το συνολικό ποσό κατά την εξόφληση συναλλαγματικής πριν από τη λήξη της
2. (οικον.) διαδικασία υπολογισμού τής σημερινής αξίας ενός χρηματικού ποσού το οποίο θα εισπραχθεί στο μέλλον
3. (ποιν. δίκ.) κλοπή ή υπεξαίρεση η οποία τελείται εις βάρος προσώπων τα οποία συνδέονται με μια ιδιαίτερη σχέση, οικογενειακή ή άλλη, με τον δράστη
αρχ.
1. (για μέλος τού σώματος και κυρίως στην πάλη) απόσπαση από την κάτω επιφάνεια («ἰγνυῶν ὑφαίρεσις», Σχόλ. Ιλ)
2. (για μέγεθος) μείωση
3. φρ. «ὑφαίρεσιν ποιοῡμαι» — αναλαμβάνω την τροποποίηση ή τη μετρίαση ενός πράγματος (Πολ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υφαίρεση — η 1. υφαρπαγή, υπεξαίρεση, υποκλοπή, σούφρωμα. 2. αφαίρεση (βλ. λ.). 3. (γραμμ.), η αποβολή φθόγγου στη μέση λέξης, η συγκοπή, π.χ. περιβόλι περβόλι, πέρυσι πέρσι, σκόροδο σκόρδο. 4. (μαθ.), αριθμητική πράξη για την εύρεση του τόκου που… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ιδιώνυμο αδίκημα — Αδίκημα που στοιχειοθετείται ως ιδιαίτερη μορφή ενός άλλου αδικήματος. Για παράδειγμα, το ι.α. της επιταγής αποτελεί ιδιαίτερη μορφή του εγκλήματος της απάτης· αντίστοιχα, η υφαίρεση είναι υπεξαίρεση μεταξύ συγγενών. Ο χαρακτηρισμός ι.α.… …   Dictionary of Greek

  • οικονομικά μαθηματικά — Το σύνολο των μαθηματικών γνώσεων, που χρησιμοποιεί η οικονομία. Τελευταία τα μαθηματικά χρησιμοποιούνται, σε συνεχώς μεγαλύτερη έκταση, στην οικονομική θεωρία και πράξη. Στην οικονομική θεωρία με τη χρησιμοποίηση μαθηματικών μεθόδων (αλγεβρικές… …   Dictionary of Greek

  • Βόσπορος — (τουρκ. Boazici). Το στενό που χωρίζει την Ευρώπη από την Ασία και συγχρόνως συνδέει τον Εύξεινο Πόντο με την Προποντίδα. Έχει μήκος περίπου 31 χλμ. και πλάτος από 550 (ελάχιστο) έως 3.200 (μέγιστο) μ. Η φυσική διαμόρφωση του Β. παρουσιάζει… …   Dictionary of Greek

  • βοηθώ — ( άω) (AM βοηθῶ, έω, Α και βωθέω, ιων. τ.) 1. παρέχω υλική ή ηθική βοήθεια 2. προστρέχω να σώσω κάποιον, σώζω 3. ανακουφίζω ασθενή, βελτιώνω την κατάσταση του μσν. νεοελλ. διευκολύνω, ωφελώ νεοελλ. 1. ευνοώ 2. υποστηρίζω αρχ. φρ. 1. «βοηθῶ ἐπί… …   Dictionary of Greek

  • εορτή — και γιορτή, η (AM ἑορτή) 1. πανηγυρισμός που γίνεται με την ευκαιρία δημόσιου ή ιδιωτικού γεγονότος 2. η ημέρα κατά την οποία η εκκλησία γιορτάζει τη μνήμη τών αγίων ή σημαντικών θρησκευτικών γεγονότων 3. γιορταστική συγκέντρωση, πανηγύρι 4. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • επίσταμαι — ἐπίσταμαι (AM) 1. γνωρίζω πώς να κάνω κάτι, είμαι ικανός να ενεργήσω («ὅστις ἐπίσταιτο ᾖσι φρεσὶν ἄρτια βάζειν», Ομ. Ιλ.) 2. είμαι βέβαιος, έχω πεποίθηση («ἐπίστασθαι ὡς βουκόλου τοῡ Ἀστυάγεος εἴη παῑς», Ηρόδ.) 3. γνωρίζω καλά («πολλὰ δ’ ἐπίστατο …   Dictionary of Greek

  • θέα — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 350 μ., 62 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεγαρίδος του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, στις ανατολικές απολήξεις του Μακρού Όρους, 41 χλμ. ΒΔ της Αθήνας. Υπάγεται διοικητικά στον …   Dictionary of Greek

  • θέω — (I) θέω και επικ. τ. θείω και αιολ. τ. θεύω (Α) 1. (για πρόσ. και ζώα) τρέχω, προχωρώ γρήγορα 2. αγωνίζομαι, μάχομαι για κάτι 3. (για πτηνά) πετώ 4. (για πλοία) πλέω γρήγορα 4. (για πέτρα) κυλιέμαι, κινούμαι γρήγορα 5. (για τον κεραμεικό τροχό)… …   Dictionary of Greek

  • θείο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο S (από το λατινικό sulphur). Ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και στην πρώτη υποομάδα, με ατομικό αριθμό 16, ατομική μάζα 32,06, ενώ έχει τρία σταθερά ισότοπα. Συναντάται στη φύση, είτε στη στοιχειακή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”